φύσκη
Смотреть что такое "φύσκη" в других словарях:
φύσκη — the large intestine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκη — η, ΝΑ, και φύσκα Ν 1. το στομάχι 2. το παχύ έντερο 3. φλύκταινα, φουσκάλα νεοελλ. κύστη, φούσκα αρχ. 1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου 2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο… … Dictionary of Greek
φύσκαι — φύσκη the large intestine fem nom/voc pl φύσκᾱͅ , φύσκη the large intestine fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσκῶν — φύσκη the large intestine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκαις — φύσκη the large intestine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκην — φύσκη the large intestine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκης — φύσκη the large intestine fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHYSCON — cognomen unius ex Ptolemaeis, non ἀπὸ τοῦ φυσᾷν, ut quidam volunt, sed a φύσκη, venter, unde φύσκων, ventriosus. Forte etiam sic appellatus est, quod ad libidinem propensioris naturae esset. Φύσκη enim proprie botulus est, παχὺ ἔντερον, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
φύσκα — φύσκᾱ , φύσκη the large intestine fem nom/voc/acc dual φύσκᾱ , φύσκη the large intestine fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκας — φύσκᾱς , φύσκη the large intestine fem acc pl φύσκᾱς , φύσκη the large intestine fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίσκα — η, Ν 1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα») 2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»] … Dictionary of Greek