φύσκη

φύσκη
η см. φύσκα 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φύσκη" в других словарях:

  • φύσκη — the large intestine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσκη — η, ΝΑ, και φύσκα Ν 1. το στομάχι 2. το παχύ έντερο 3. φλύκταινα, φουσκάλα νεοελλ. κύστη, φούσκα αρχ. 1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου 2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο… …   Dictionary of Greek

  • φύσκαι — φύσκη the large intestine fem nom/voc pl φύσκᾱͅ , φύσκη the large intestine fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσκῶν — φύσκη the large intestine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσκαις — φύσκη the large intestine fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσκην — φύσκη the large intestine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσκης — φύσκη the large intestine fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHYSCON — cognomen unius ex Ptolemaeis, non ἀπὸ τοῦ φυσᾷν, ut quidam volunt, sed a φύσκη, venter, unde φύσκων, ventriosus. Forte etiam sic appellatus est, quod ad libidinem propensioris naturae esset. Φύσκη enim proprie botulus est, παχὺ ἔντερον, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φύσκα — φύσκᾱ , φύσκη the large intestine fem nom/voc/acc dual φύσκᾱ , φύσκη the large intestine fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσκας — φύσκᾱς , φύσκη the large intestine fem acc pl φύσκᾱς , φύσκη the large intestine fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίσκα — η, Ν 1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα») 2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»